περισσῶς — περισσός beyond the regular number adverbial περισσῶς indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσώς — περισσός beyond the regular number masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia
Борилианский кодекс — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 09 … Википедия
περιδέξιος — ον, ΜΑ 1. κατάλληλος, πρόσφορος 2. αυτός που φέρεται γύρω από το δεξί χέρι 3. μτφ. επιδέξιος, έμπειρος 4. φρ. «δένδρον περιδέξιον» ονομασία μυθικού δένδρου στις Ινδίες (Κυράν.) αρχ. 1. αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου και με την ίδια επιδεξιότητα… … Dictionary of Greek
περιδευκής — ές, Α (κυρίως το ουδ.) περιδευκές (κατά τον Ησύχ.) «περισσῶς πεποικιλμένον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αδευκής] … Dictionary of Greek
περιστεγανός — όν, Α 1. καλυμμένος ολόγυρα, καλά στεγασμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιστεγανόν περισσῶς στεγανόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στεγανός «καλυμμένος με στέγη, καλά στεγασμένος»] … Dictionary of Greek
υπερπερισσώς — Α επίρρ. περισσότερο από το κανονικό, υπερβολικά, υπέρμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περισσῶς «υπερβολικά, υπέρμετρα»] … Dictionary of Greek
ԱՌԱՒԵԼ — (ա.) NBH 1 0296 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c ԱՌԱՒԵԼ ԱՌԱՒԵԼ ԵՒՍ. περισσός, περισσώτερος abundans, amplior, major, κρείσσων կամ κρείσσον melior, ius Աւելի. յաւելեալ. աճեցուն. մեծ. շատ. սաստիկ. էւել,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՒԵԼՈՐԴԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0394 Chronological Sequence: 8c մ. περισσῶς կամ περιττῶς abunde, a superfluo labore Յաւելորդս. յոչպէտս, եւ լիուլի. առաւելութեամբ. *Աւելորդաբար քան զպէտսն ʼի նոսա մատչիմք. Լէ. աստուածաբ: *Երկիցս անգամ զնոյն աւելորդաբար ասելով՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)